- χηλῶ
- χηλόςlarge chestfem gen sg (doric aeolic)χηλόωnotch arrowspres subj act 1st sgχηλόωnotch arrowspres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χηλώ — όω, Α [χηλή] 1. χαράζω, διχάζω βέλος ή άλλο αντικείμενο 2. πλέκω, ράβω … Dictionary of Greek
χηλῷ — χηλός large chest fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεσχελώ — ἐρεσχελῶ, έω (AM) (Α και ἐρεσχηλῶ) 1. αστειεύομαι 2. μιλάω επιπόλαια, ανόητα 3. φλυαρώ 4. αστειεύομαι με χυδαίες εκφράσεις μσν. διαπληκτίζομαι, ανταγωνίζομαι αρχ. 1. πειράζω κάποιον αστειευόμενος, στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον 2. βρίσκω κάποια… … Dictionary of Greek
χήλωμα — τὸ, Α [χηλῶ] σχισμή, εγκοπή … Dictionary of Greek
χηλωτός — ή, όν, Α πιθ. 1. πλεκτός 2. ραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χηλῶ. Η ύπαρξη τού τ. παραμένει αμφίβολη] … Dictionary of Greek
χηλώτιον — τὸ, Α σαΐτα για πλέξιμο διχτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλῶ, μέσω ενός ρηματ. επιθ. *χηλωτός, η ύπαρξη τής οποίας παραμένει αμφίβολη] … Dictionary of Greek